- αραιόσαρκος
- ος , ον дряблый (о коже и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αραιόσαρκος — ἀραιόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει αραιή ή πλαδαρή σάρκα … Dictionary of Greek
ἀραιόσαρκος — with porous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιοσαρκοτέρην — ἀραιόσαρκος with porous fem acc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιοσαρκοτέρους — ἀραιόσαρκος with porous masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιοσάρκοισι — ἀραιόσαρκος with porous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek